- σύκινα
- σύκινοςof the figtreeneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συκίνας — συκίνᾱς , σύκινος of the figtree fem acc pl συκίνᾱς , σύκινος of the figtree fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συκοπέδιλος — ὁ, Α (ως παρωδία τής ομηρικής λ. χρυσοπέδιλος με λογοπαίγνιο προς τη λ. συκοφάντης) αυτός που φορά σύκινα πέδιλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + πέδιλος (< πέδιλον), πρβλ. πτηνο πέδιλος] … Dictionary of Greek
φοινικόεις — εσσα, εν, και συνηρ. τ. φοινικοῡς, οῡσα, οῡν, και ασυναίρ. ιων. τ. φοινίκεος (Ι), έα, ον, Α (ποιητ.τ.) 1. πορφυρός 2. (κυρίως για οίδημα) κόκκινος από το αίμα που περιέχει 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ φοινίκεον το πορφυρό χρώμα 4. φρ. α) «σύκινα… … Dictionary of Greek